Ο Γιαννούλης Χαλεπάς αποτελεί μια ιδαίτερη μορφή στο χώρο της νεοελληνικής γλυπτικής τέχνης. Γεννημένος στις 24 Αυγούστου του 1851 στο χωριό Πύργος της Τήνου, στο γραφικό κυκλαδίτικο χωριό που ανέδειξε γενιές αρχιμαστόρων, μαρμαράδων, γλυπτών και καλλιτεχνών, που είναι και η γενέτειρα του σπουδαίου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, ο Γιαννούλης Χαλεπάς αναδείχθηκε σε μέγιστο αριστοτέχνη της σμίλης. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Δημ. Ζ. Σοφιανός, η Τήνος στα προεπαναστατικά χρόνια και στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια μικρογραφία της Αναγεννησιακής Φλωρεντίας. Το πνεύμα της γλυπτικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής παράδοσης τροφοδοτούσε και διατηρούσε ακμαία τη φλέβα εκείνη, από τα σπλάγχνα της οποίας ξεπήδησε η μεγάλη σειρά των Τηνίων καλλιτεχνών που τίμησαν το ελληνικό όνομα στο διεθνή χώρο, και των οποίων τα έργα κοσμούν τις καλλιτεχνικές συλλογές και πινακοθήκες ανά τον κόσμο. Ο Πύργος και η ευρύτερη περιφέρεια Πανόρμου της Τήνου, εκεί όπου λειτουργεί και τριετούς φοίτησης Καλλιτεχνική Σχολή με δαπάνες του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, ανέδειξε γενιές καλλιτεχνών, όπως τους Φιλιππότηδες, Φυτάληδες, Βιτάληδες, Βιδάληδες, Μαλακατέδες, Σώχους, Λυρίτηδες, Ρηγαίους, Καπαριάδες, Κολλάρους, Περράκηδες, Βουλγαραίους και πολλούς άλλους επώνυμους κι ανώνυμους γλύπτες. Στον Πύργο της Τήνου η κατεργασία του μαρμάρου και η σμίλευσή του γίνεται και για τις καθημερινές, βιοτικές ανάγκες, όπως αποδεικνύει η στάση λεωφορείου που κατασκευάστηκε από μάρμαρο και αποτελεί λαμπρό κόσμημα της περιοχής.
Ο πατέρας του Γ. Χαλεπά ήταν κι αυτός μαρμαράς και μάλιστα από τους πολύ καλούς τεχνίτες. Διατηρούσε δύο μαρμαρογλυφεία, ένα στον Πύργο της Τήνου κι άλλο στην Αθήνα, συνεταιρικά με δύο εξαδέλφους του, επίσης γλύπτες, τον Μάρκο και τον Δημήτρη Λαμπαδίτη. Από τα αξιολογότερα έργα του είναι το κουβούκλιο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, μνημεία ταφικά του Α' Νεκροταφείου Αθηνών και του Νεκροταφείου Βουκουρεστίου, καθώς και τέμπλα, άμβωνες, θρόνοι επισκοπικοί σε ναούς στη Μ.Ασία, στη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη. Ο μικρός Γιάννης γεννιέται και ανατρέφεται σε αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον. Αφού τελείωσε το Σχολαρχείο στη Σύρο πηγαίνει στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1869 και εκεί, στο Πολυτεχνείο Αθηνών, στη Σχολή Καλών Τεχνών σπουδάζει γλυπτική με καθηγητή τον γνωστό γλύπτη Λεωνίδα Δρόση. Αποφοίτησε με πολλές διακρίσεις και έφυγε, στα 1873, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για τη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου. Τήνιοι ήταν και οι δύο άλλοι λαμπροί εκπρόσωποι της "Σχολής του Μονάχου" στη ζωγραφική, ο Νικόλαος Γύζης και ο Νικηφόρος Λύτρας. Στο Μόναχο ο Χαλεπάς βραβεύεται στους διαγωνισμούς "Το παραμύθι της Πεντάμορφης", "ο Σάτυρος παίζων με τον Έρωτα", στους οποίους επρώτευσε και πήρε το χρυσό μετάλλιο.
Η υποτροφία του διακόπηκε το 1876 και ο Γ. Χαλεπάς επιστρέφει στην Αθήνα, όπου επί δύο χρόνια δημιουργεί ξεχωριστά έργα. Ανάμεσά τους η πασίγνωστη "Κοιμωμένη" το μαρμάρινο γλυπτό που απεικονίζει την πρόωρα χαμένη Σοφία Αφεντάκη, από την Κίμωλο, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ο καλλιτέχνης απέδωσε το νεανικό σφρίγος της κοπέλας και την ηρεμία της ψυχής της.
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είχε γράψει για το έργο αυτό στο "Ελεύθερο Βήμα" (18/1/1934) : "Ο Έλλην που έκαμε αυτόν τον θείον ύπνον, είναι μια δόξα".
Επηρεασμένος από τον ρομαντισμό και τον νεοκλασικισμό της εποχής του, καθώς και από το κλίμα της Σχολής του Μονάχου, ο Χαλεπάς δημιουργεί έργα ακαδημαϊκά, αριστοτεχνικά, άψογα στις λεπτομέρειές τους. Ο "Σάτυρος και Έρως" είναι έργο φιλοτεχνημένο στα 1875-1877 και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Πρόκειται για σύνθεση πολυαξονική, περίοπτη, γεμάτη συστροφές και χιασμούς. Το αβρό πλάσιμο της σάρκας, η γνώση της ανατομίας και η απόδοση της ψυχοσύνθεσης των προσώπων, μαρτυρούν το ταλέντο του καλλιτέχνη.
Μετά το 1878 αρχίζουν να εμφανίζονται στον μεγάλο καλλιτέχνη τα πρώτα συμπτώματα της παράνοιας. Ο Γ. Χαλεπάς, λόγω του ευαίσθητου ψυχισμού του, της εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής του φύσης και της παράξενης συμπεριφοράς της μητέρας του, η οποία του κατέστρεφε(!) τα έργα επειδή τα θεωρούσε αιτία για τη ψυχική διαταραχή του γιού της, αρρώστησε ψυχολογικά και επί σαράντα ολόκληρα χρόνια απείχε από την κανονική ζωή και την καλλιτεχνική δημιουργία. Νοσηλεύτηκε μάλιστα για πολλά χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μαζί με έναν άλλον καλλιτέχνη και συντοπίτη του, τον Ζαχαρία Γ. Φιλιππότη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χαλεπάς είχε μια εμμονή με το έργο του "Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της" και φαντάζομαι όχι τυχαία, αφού ένιωθε την καταπίεση και την παράλογη συμπεριφορά της μητέρας του στο πετσί του. Ο Γ. Χαλεπάς κράτησε τη λογική και τη νιότη του βαθιά μέσα του και τις εκδήλωσε όταν πέθανε η μητέρα του, το 1916. Από τότε και ως το θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1938 δημιουργεί αδιάκοπα αριστουργηματικά έργα, ελεύθερα από συμβάσεις και ακαδημαϊσμούς.
Είναι η ένδοξη περίοδος της νεκρανάστασής του.
Όλο αυτό το διάστημα ζει στο σπίτι του στον Πύργο Τήνου, όπου ακατάπαυτα δημιουργεί. Όπως έγραψε η Λιλή Ζωγράφου, με αφορμή την αναδρομική έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά στη gallery Νέες Μορφές το 1968, "ο Χαλεπάς είναι ένας φαουστικός που κυβέρνησε τη μοίρα του σαν γίγαντας και μετακόμισε τη νιότη του στα βαθιά του γεράματα. Απόδειξη το ανεπανάληπτο έργο του" (περ. "Επίκαιρα", 18 Οκτ. 1968, αρ. 11).
Ο καθηγητής του Μετσοβείου Πολυτεχνείου Θωμάς Θωμόπουλος έμαθε για την όψιμη δραστηριότητα του καλλιτέχνη και τον επισκέφθηκε στον Πύργο. Το ταξίδι αυτό στάθηκε αφορμή για να γίνει η πρώτη έκθεση των έργων του Χαλεπά στην Αθήνα, στο μέγαρο της Ακαδημίας, το 1925. Η Ακαδημία Αθηνών απένειμε το Αριστείο Γλυπτικής στον Τήνιο γλύπτη στις 25 Μαρτίου του 1927, ενώ ο Χαλεπάς βρισκόταν στο νησί του. Μεγάλη ήταν η προσφορά της "Αδελφότητος των Τηνίων εν Αθήναις" στον Χαλεπά. Ανάμεσα στα άλλα, τον Ιούνιο του 1927 η Αδελφότητα τον επισκέφθηκε και του επέδωσε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών που του είχε απονείμει η Ακαδημία Αθηνών. Ο Χαλεπάς ευτύχησε να έχει καλούς συγγενείς, τις ανηψιές του, Ειρήνη και Ευτυχία Χαλεπά και Πηνελόπη Γαϊτη, οι οποίες τον φρόντισαν όταν ό ίδιος είχε πια περάσει τα εβδομήντα. Τα τελευταία χρόνια οχτώ χρόνια της ζωής του (1930-1938) τα πέρασε στην Αθήνα, στις ανηψιές του, στην οδό Δαφνομήλη 35, κάτω από τον Λυκαβηττό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου