Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2019

Η Ψυχολογία της ήττας στον μύθο του Σισύφου

Ο μύθος του Σισύφου είναι λίγο-πολύ γνωστός. Ο Σίσυφος ήταν μυθικός βασιλιάς της Κορίνθου και κατόρθωσε με την ευφυία του να πείσει τον Ασωπό (προσωποποίηση του ποταμού) να υδροδοτεί την πόλη με το γάργαρο νερό του. Ήταν «πολύμητις», δηλαδή πολυμήχανος σαν τον Οδυσσέα, και είχε καταφέρει να φυλακίσει τον Θάνατο με αποτέλεσμα να γεμίζει η γη ζωντανούς ανθρώπους.

Καθώς η κατάσταση είχε γίνει ανυπόφορη η επέμβαση των Θεών ήταν άμεση. Ο Σίσυφος εγκλωβίζεται και η ψυχή του αιχμαλωτίζεται από τον Πλούτωνα, τον Δία και τους άλλους θεούς, οι οποίοι αποφασίζουν να τον τιμωρήσουν για την αναίδεια του με ένα μαρτύριο: Να σπρώχνει έναν τεράστιο βράχο επάνω σε έναν μεγάλο, απόκρημνο βουνό. Κάθε φορά που έφτανε στην κορυφή ο βράχος κατρακυλούσε και ο Σίσυφος έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό το βασανιστήριο, που έχει ταυτιστεί με το μύθο του Σίσυφου, θα συνεχιζόταν για μια αιωνιότητα…. εκτός κι αν!

Η δύναμη της ανθρώπινης βούλησης

Στο σημείο αυτό έρχεται η επέμβαση της ανθρώπινης βούλησης που μπορεί να δώσει μια λύση στο μαρτύριο του Σισύφου και του κάθε ανθρώπου που επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη παρ’ όλο που δαπανά μεγάλες δυνάμεις για να φτάσει στον σκοπό του. Διακατέχεται δηλαδή από την ψυχολογία της ήττας. Κυριεύεται από ηττοπάθεια, απαισιοδοξία και, το κυριότερο, δεν εκλογικεύει τους λόγους της αποτυχίας του. Επίσης, η νοοτροπία της ήττας σχετίζεται με την ηθική του «δούλου» και όχι του «κυρίου». Αν δέχεσαι την μοίρα σου όπως ο Σίσυφος την δική του, τότε θα υποφέρεις σχεδόν αγόγγυστα, αφού μόνος σου ξαναρχίζεις τα ίδια μαρτύρια, για μια ζωή, δηλαδή για μια αιωνιότητα.
image; art by Robert E. Gigliotti, 1987

Με τη δύναμη της βούλησης ή την βούληση για δύναμη, όπως έγραψε ο Γερμανός φιλόσοφος Φρειδερίκος Νίτσε, η δύναμη παίρνει νέες διαστάσεις και γίνεται ανώτερη ή υπερανθρώπινη. «Το να απαιτούμε από τη δύναμη να μην εκδηλώνεται ως δύναμη για θέληση, για επικράτηση, είναι τόσο παράλογο, όσο το να απαιτούμε από την αδυναμία να εκδηλώνεται σαν δύναμη» (1)

«Η έλευση του Υπερανθρώπου πρόκειται να φέρει τη λύτρωση του ανθρώπινου γένους από τα δεσμά της ηθικής του δούλου, η οποία τον έκανε να περιφρονήσει τις φυσικές κλίσεις του» (2) «Σας διδάσκω τον Υπεράνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι κάτι που θα πρέπει να υπερβείτε». (3)

Ο Άρθουρ Σοπενχάουερ (Πρωσία 1788- Φρανκφούρτη 1860) έγραψε για την σημασία της Βούλησης στην ανθρώπινη ζωή στο έργο του «Ο κόσμος ως βούληση και ως παράσταση». Πρόκειται για φιλοσοφικό έργο, το οποίο άσκησε επίδραση και στην ψυχολογία, καθώς μελετά τα προσωπικά κίνητρα του ατόμου για την ατομική και κοινωνική πρόοδο. Το βασικό κίνητρο, κατά τον Σοπενχάουερ είναι η θέληση για τη ζωή «Wille zum Leben» που πηγάζει από τον εσωτερικό μας κόσμο και όχι τόσο από την λογική ή την κοινωνική ηθική.

Ο βολονταρισμός αποδίδει πρωταρχική σημασία στη βούληση, στην επιθυμία και στο συναίσθημα σε σχέση με την νόηση και την σκέψη. Σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, ο άνθρωπος που διαρκώς ελπίζει ή φοβάται κάτι λόγω των επιθυμιών του παθαίνει το μαρτύριο του Σισύφου, δηλαδή προβάλλει σε κάθε εκπληρωμένη του επιθυμία μια καινούρια ανεκπλήρωτη που «πρέπει» να την ικανοποιήσει κι αυτή για να πάει στην επόμενη. Η λύτρωση του ήρωα θα επέλθει αν απαρνηθεί ο ίδιος το μαρτύριό του.

Ο παράλογος ήρωας

Ο Γάλλος λογοτέχνης και φιλόσοφος Αλμπέρ Καμύ ασχολήθηκε επίσης με τον μύθο του Σισύφου και ειδικότερα με το «παράλογο», που ξεπηδά ως έννοια φιλοσοφική και ψυχολογική μέσα από την τιτάνια προσπάθεια του αρχετυπικού ήρωα. Ο Καμύ φαντάζεται τον Σίσυφο ως πεισματάρη και παθιασμένο ήρωα και με αυτήν την έννοια τον ονομάζει παράδοξο ή παράλογο (absurd hero). Διότι υπερβαίνει τις δυνάμεις του, παρ’ όλο που φαίνεται πως δεν επιτυγχάνει τον σκοπό του.

Συμπερασματικά, ο Σίσυφος έχοντας κάνει λάθη στη ζωή του, συνεχίζει να κάνει τα ίδια σφάλματα (πράξεις ή παραλείψεις) σε μορφή τιμωρίας. Κατ’ ουσίαν τα λάθη του τον τιμωρούν και όχι οι θεοί ή η μοίρα. Ευκαιρίες του δίνονται. Ο βράχος ξανακυλά και ο Σίσυφος καλείται και πάλι να τον σηκώσει ψηλά. Ο ήρωας εκπροσωπεί τον άνθρωπο που έχει ψυχή για να σηκώσει τον βράχο αλλά δεν έχει μυαλό για να τον περάσει πάνω από την κορυφή. Τότε μόνο θα γίνει δυνατότερος από την πέτρα.

Βιβλιογραφία:
(1) Friedrich Nietzche, Γενεαλογία της Ηθικής, (α΄έκδ.1887) εκδ. Νησίδες Σκόπελος 2001 σ. 54
(2) Friedrich Nietzche, Γενεαλογία της Ηθικής, σ. 100
(3) Friedrich Nietzche, Τάδε έφη Ζαρατούστρα, (α’ έκδ. 1883-1885), μετάφραση Άρη Δικταίου, εκδ. Καλφάκη Αθήνα 1958 σ. 66
Albert Camus, Le Myth de Sisyphe -Essai sur l’absurde (1942)

Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Θάλαττα Θάλαττα η Ποντική...!





19 Μαϊου 1919 – 19 Μαϊου 2019

100 χρόνια από την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού…
Αιώνες από τη διάδοση του Ευαγγελίου από τον Πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα και την ίδρυση της Επισκοπής του Βυζαντίου…
Χιλιάδες χρόνια από τον αποικισμό του Πόντου από Έλληνες της Ιωνίας, γης Ελληνίδας…

Επέλεξα να τιμήσω τη σημερινή ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των 353.000 Ελλήνων Ποντίων θυμάτων από το καθεστώς των Νεοτούρκων και του Μουσταφά Κεμάλ με μια αναφορά στη μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο και συγκεκριμένα μέσα από το σημαντικό έργο του Ξενοφώντος "Κύρου Ανάβασις". 

Ξενοφών ο Αθηναίος (430 – 354π.Χ.) είναι ο σπουδαίος ιστορικός συγγραφέας και φιλόσοφος της Αρχαιότητας, θαυμαστής του λακωνικού τρόπου ζωής και στρατηγός στην «Κάθοδο των Μυρίων Ελλήνων» από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. 

Το 401 π.Χ. με πρόσκληση του φίλου του Πρόξενου ο Ξενοφώντας βρίσκεται στην Περσία. Εκεί αποφασίζει να λάβει μέρος, συμμετέχοντας σε ένα ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, στην εκστρατεία του Κύρου του Νεότερου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη του Β'. Στα Κούναξα της Βαβυλώνας οι Έλληνες νίκησαν τους αντιπάλους τους Πέρσες αλλά ο Κύρος σκοτώθηκε. Οι Μύριοι (10.000), όπως ονομάστηκε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες σε άγνωστα και εχθρικά μέρη και αφού στο μεταξύ ο Ξενοφών είχε εκλεγεί ένας από τους πέντε στρατηγούς, κατόρθωσαν να φτάσουν στην ελληνική Τραπεζούντα και ύστερα στο Βυζάντιο. Φτάνοντας στον Εύξεινο Πόντο αναφώνησαν το ιστορικό «Θάλαττα, θάλαττα». Όλη αυτή την πορεία από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα, δηλαδή την «Κάθοδο των Μυρίων» εξιστόρησε o Ξενοφών στο σημαντικό έργο του «Κύρου Ανάβασις».

Οι Έλληνες δεν επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο που πήγαν με τον Κύρο, αλλά βάδισαν μέσα από τη Μεσοποταμία, τη Μηδία, την Αρμενία προς τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, για να πάνε από εκεί στη Θράκη. Οι Πέρσες, που δεν τολμούσαν να τους επιτεθούν, προσποιήθηκαν στην αρχή ότι είναι πρόθυμοι να διευκολύνουν την επιστροφή τους, μέχρι που προσείλκυσαν με απάτη τον Κλέαρχο και όλους σχεδόν τους ανώτερους αξιωματικούς στο στρατόπεδό τους και τους θανάτωσαν.

Ο Ξενοφών, που εκλέχθηκε στρατηγός, κατόρθωσε με εξαιρετική υπομονή και με τακτική κατάλληλα προσαρμοσμένη στις διάφορες περιστάσεις να οδηγήσει τους Έλληνες μέσα σε τέσσερις μήνες, στην Τραπεζούντα, υπό δριμύ ψύχος, ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς, μέσα σε αδιάκοπες προδοσίες των εκπροσώπων της περσικής κυβερνήσεως, χωρίς γεωγραφικό χάρτη, χωρίς μηχανικούς για την κατασκευή γεφυρών, χωρίς κανένα βοήθημα από αυτά που έχουν οι νεότεροι στρατοί.

Αξίζει να σημειωθεί και το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα από το οποίο εμπνέονταν τα ελληνικά αυτά στρατεύματα. Το αίσθημα αυτό που εκδηλωνόταν με ευλάβεια από τον Ξενοφώντα, υπήρξε ένα από τα κυριότερα στηρίγματα του στρατού στις μεγάλες δοκιμασίες που πέρασε. Γιατί από την Τραπεζούντα έφτασε στη Θράκη, μέσω της Βιθυνίας, σε άλλους τέσσερις μήνες. Σε όλη αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, ο στρατός έχασε τη μισή από την αρχική του δύναμη.



Στο βιβλίο 4 (4.7.15 – 4.7.27) ο Ξενοφώντας περιγράφει πως πορεύθηκαν διαμέσου της χώρας των Χαλύβων επτά σταθμούς και πενήντα παρασάγγες. Οι Χάλυβες ήταν οι πιο άλκιμοι άνδρες, από όσους γνώρισαν και πολέμησαν. Αυτοί έμεναν στα πολίσματα και όταν περνούσαν οι Έλληνες τους ακολουθούσαν πάντα για να τους πολεμήσουν. Παραφύλαγαν σε οχυρά μέρη μαζί με τα επιτήδεια, έτσι ώστε από εκείνη τη χώρα οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα, αλλά διατρέφονταν με τα κτήνη που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων.

Από εκεί οι Έλληνες έφτασαν στον Άρπασο ποταμό που είχε εύρος τέσσερα πλέθρα. Στη συνέχεια προχώρησαν μέσα από τη χώρα των Σκυθηνών τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγες διαμέσου πεδιάδας και έφτασαν σε κώμες, όπου έμειναν τρεις μέρες και επισιτίστηκαν. Συνέχισαν τέσσερις σταθμούς, προχώρησαν είκοσι παρασάγγες και έφτασαν σε πόλη μεγάλη, ευδαίμονα και πολυάνθρωπη που ονομαζόταν Γυμνιάς. (Ίσως είναι το σημερινό Μπαϊπούρτ του Πόντου).


Από εκεί ο άρχοντας έστειλε στους Έλληνες οδηγό για να τους περάσει μέσα από εχθρική του χώρα.  Την πέμπτη μέρα έφτασαν στο βουνό που ονομαζόταν Θήχης (Είναι μάλλον το βουνό Καρά Καπάν της Σάντας). Όσοι στρατιώτες της εμπροσθοφυλακής έφτασαν πρώτοι στο βουνό είδαν τη θάλασσα και άρχισαν να φωνάζουν δυνατά. Άκουσε τις κραυγές ο Ξενοφών και η οπισθοφυλακή και νόμισαν πως δέχονται επίθεση από εχθρούς.

Καθώς η βοή εξακολουθούσε μεγαλύτερη και πλησιέστερη και οι στρατιώτες έτρεχαν προς αυτούς που φώναζαν και η βοή γινόταν ακόμα πιο έντονη, νόμισε ο Ξενοφών πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Ανέβηκε στο άλογό του και έτρεξε σε βοήθεια, μαζί με τον Λύκιο και τους ιππείς. Σε λίγο ακούνε τους στρατιώτες να φωνάζουν «Θάλαττα! Θάλαττα!» και αυτή η λέξη να πηγαίνει από στόμα σε στόμα. Έτρεξαν τότε όλοι, μαζί και η οπισθοφυλακή και έσερναν γρήγορα τα υποζύγια και τα άλογα.

Όταν όλοι έφτασαν «επί το άκρον» (στην κορυφή) τότε με δάκρυα στα μάτια αγκάλιαζαν αλλήλους και τους στρατηγούς και τους λοχαγούς. Και ξαφνικά, με την παρότρυνση κάποιου, οι στρατιώτες άρχισαν να φέρνουν λίθους και κάνουν έναν μεγάλο κολωνό. Πάνω σε αυτόν ανατέθηκαν ακατέργαστα δέρματα βοδιών και πολλή λεία από τους αιχμαλώτους. Συγχρόνως, κομμάτιαζαν τις ασπίδες…

Ύστερα από τον Θήχη πήραν δρόμο οι Μύριοι κατά τη χώρα των Μακρώνων, τη σημερινή Ματσούκα, την οποίαν χωρίζουν απ' την χώρα των Σκυθηνών το οροπέδιο Μετσίτ και ο ποταμός Πυξίτης από τις πηγές του ως τις εκβολές του…