Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Η Επαναστατική Κυβέρνηση των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη: Η Κομμούνα του 14ου αιώνα. (1342-1349)


Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342- 1349) ήταν ένα επαναστατικό λαϊκό κίνημα που διεκδίκησε πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και άνοδο του βιοτικού επιπέδου του λαού της Θεσσαλονίκης. Την περίοδο, κατά την οποία ξέσπασε το πολιτικό κίνημα, κυριαρχούσε το φεουδαρχικό σύστημα παραγωγής και ο τιμαριωτισμός. Όμως, η Θεσσαλονίκη τον 14ο αιώνα δεν ήταν μια τυχαία πόλη. Αντίθετα, ήταν η συμβασιλεύουσα, αφού μαζί με την Κωνσταντινούπολη, υπήρξαν οι κυριότερες πόλεις της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης ανερχόταν στους 200,000 κατοίκους. Τα οδικά και θαλάσσια δίκτυα της πόλης είχαν μεγάλη εμπορική κίνηση και το λιμάνι της ήταν το κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας. Όλα αυτά σε συνδυασμό με την πνευματική αναγέννηση, τον Ουμανισμό της εποχής των Παλαιολόγων, που ανέδειξε σπουδαίους λογίους και ανθρώπους της τέχνης και της επιστήμης, διαμόρφωσαν ένα κλίμα πρόσφορο για κοινωνικές ανακατατάξεις. 




Οι Θεσσαλονικείς πάντοτε διακρίνονταν για την ευσέβεια και για την πίστη τους στον Θεό. Συγχρόνως όμως, διεκδικούσαν δυναμικά τα εγκόσμια δικαιώματά τους. Οι αγώνες των Θεσσαλονικέων είναι αξιοσημείωτοι, λαμβάνοντας κανείς υπόψη και την αντίσταση τους κατά τις τρεις πολιορκίες και αλώσεις της πόλης του Αγίου Δημητρίου από ξένους επιδρομείς. Το κίνημα των Ζηλωτών, αυτών που έχουν δηλαδή ζήλο, όρεξη και πάθος για κοινωνικές αλλαγές,  ξέσπασε απο ανθρώπους κάθε κοινωνικής τάξης που ένιωθαν μειωμένοι και καταπιεσμένοι από πενήντα περίπου οικογένειες που είχαν το "πάνω χέρι" στην πόλη. Η οργάνωση των Ζηλωτών περιελάμβανε εμπόρους, μεσαίους και μικρούς αστούς, βιοτέχνες, επαγγελματίες που ήταν συσπειρωμένοι στις συντεχνίες, καθώς επίσης και τους "παραθαλάσσιους" , δηλαδή τα μέλη της ναυτικής συντεχνίας της πόλης. Όλοι αυτοί, που συγκροτούσαν τον Δήμο της Θεσσαλονίκης, ήρθαν σε σύγκρουση με την καθεστηκυία τάξη, δηλαδή τους ισχυρούς τοπικούς άρχοντες και φεουδάρχες. Το αρχοντολόι της πόλης, οι λεγόμενοι "δυνατοί", "επιφανείς", "υψηλοί" , είχαν όλα τα οικονομικά και πολιτικά προνόμια και εκμεταλλεύονταν τους μεσαίους και τους μικρούς, που χαρακτηριστικά αναφέρονται στα κείμενα ως δουλοπάροικοι, πάροικοι, "εναπόγραφοι", "απειρηκότες", δηλαδή πολύ κουρασμένοι, κολώνοι (coloni), δηλαδή άποικοι με ελάχιστα δικαιώματα. 

Οι μαχητικοί Ζηλωτές κατάφεραν και συγκρούστηκαν με την εξουσία το 1342 και στα έτη 1345-1349 είχαν οργανώσει το δικό τους λαϊκό πολίτευμα στην πόλη, την Κομμούνα της Θεσσαλονίκης. Οι νέοι θεσμοί αποσκοπούσαν στην αποτίναξη της καταπίεσης και στο κοινό συμφέρον. Οι Ζηλωτές προχώρησαν στη δήμευση των περιουσιών των αρχόντων, καθώς και των εκκλησιών και των μοναστηριών. Όλοι εκλέγονταν από τον λαό, ακόμη και οι θρησκευτικοί αρχηγοί. Για το λόγο αυτό δεν επέτρεψαν την είσοδο του Γρηγορίου Παλαμά ως μητροπολίτη Θεσσαλονίκης το 1347, γιατί ήταν σταλμένος του Πατριάρχη. Δυστυχώς, όμως, επί των ημερών τους έγιναν και πολλά έκτροπα, λεηλασίες, φόνοι, εξορίες. 
Γράφει ο συγγραφέας Νικηφόρος Γρηγοράς: "Στάσις εκ πολλού κατείχεν την πόλιν και Ζηλωτών ουτωσί πως ωνομασμένων άθροισμα των άλλων επρώτευε. Και ην προς ουδεμίαν των πολιτειακών την μίμησιν αναφέρουσα, ούτε αριστοκρατική, ούτε δημοκρατική, αλλά οχλοκρατία οίαν φέροι και άγοι το αυτόματον".
Επίσης ο συγγραφέας Κυδώνης αναφέρει: "Δούλος μεν τον δεσπότην ώθει. Τον δε πριάμενον, το ανδράποδον. Τον δε στρατηγόν, ο αγροίκος. Και τον στρατιώτην, ο γεωργός". 

 
Τα έκτροπα δεν έγιναν μόνο απο το μανιασμένο πλήθος που ήθελε να εκδικηθεί τους τοπάρχες και τις οικογένειες τους για τους αιώνες καταπίεσης και αδικίας, αλλά και από τους αντεπαναστάτες, δηλαδή τους αντιπάλους των Ζηλωτών, οι οποίοι έφεραν ενισχύσεις από το εξωτερικό, από τη Σερβία και την Τουρκία, για να κάμψουν το Κίνημα. Όταν ξαναπήραν την εξουσία οι "ευγενείς" με επικεφαλής τον τρομερά φιλόδοξο Ιωάννη Καντακουζηνό, ο  οποίος δεν δίστασε να συνεργαστεί τόσο με τον κράλη (ηγεμόνα) της Σερβίας, όσο και με τον Τούρκο σουλτάνο Σουλεϊμάν, για να πάρει την εξουσία του Βυζαντίου, τιμώρησαν σκληρά τους Ζηλωτές και τους οπαδούς τους. 

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο αρχηγός των Ζηλωτών, ο αριστοκράτης Μιχαήλ Παλαιολόγος, έπεσε θύμα δολοφονικής ενέδρας από τον Ιωάννη Απόκαυκο, τον γιο του διοικητή της πόλης, Αλέξιο Απόκαυκο, ο οποίος ήταν πρώην υποστηρικτής των Ζηλωτών. Οι προδοσίες και οι συνωμοσίες δεν έχουν τέλος... Ο ευγενής και "πρωτοσέβαστος"(!) Αλέξιος Μετοχίτης οργάνωσε συνωμοσία και διέσπασε την ενότητα της ναυτικής συντεχνίας που ήταν ο κορμός της επαναστατικής οργάνωσης. Το σπίτι του Ανδρέα Παλαιολόγου, υποστηρικτή των Ζηλωτών, καίγεται και ο ίδιος φεύγει από τη Θεσσαλονίκη. Τελικά, τα τουρκικά στρατεύματα μπαίνουν στη Θεσσαλονίκη και την παραδίδουν στον Καντακουζηνό, ο οποίος το φθινόπωρο του 1349 εισέρχεται στην πόλη νικητής(!)





Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Σπέτσες και ιστορική αναπαράσταση Αρμάτας.


Στις Σπέτσες κάθε χρόνο, το δεύτερο Σάββατοκύριακο του Σεπτεμβρίου, γιορτάζεται η Αρμάτα, η νίκη των Ελλήνων εναντίον του τουρκικού στόλου και η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας στη ναυμαχία που έγινε στις 8 Σεπτεμβρίου 1822. Πρόκειται για μια σειρά πολιτιστικών και θρησκευτικών εκδηλώσεων που διαρκούν μια εβδομάδα και καταλήγουν στην αναπαράσταση της πυρπόλησης ομοιώματος του τουρκικού πολεμικου πλοίου. 

Έπειτα από την πυρπόληση του τουρκικού στόλου από τον Κ. Κανάρη τον Ιούνιο του 1822 και τον θάνατο του Καρά Αλή, ο σουλτάνος έκανε πιο στενή τη συνεργασία του με τον αιγυπτιακό στόλο. Τον Άυγουστο 1822 ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος βρισκόταν στα Κύθηρα με πορεία προς την Πελοπόννησο. Στόχος του ήταν να ανεφοδιάσουν τον τουρκικό στρατό στο Παλαμήδι Ναυπλίου, το οποίο πολιορκούσαν δυνάμεις του Αλέξανδρου Υψηλάντη από στεριάς και δυνάμεις της Λασκαρίνας Μπουμπουλίνας από θαλάσσης. Ο ελληνικός νησιωτικός στόλος, ο λεγόμενος τρινήσιος, δηλαδή των Σπετσών, των Ψαρών και της Ύδρας, που αποτελούσε την ραχοκοκολιά του πολεμικού ναυτικού των Ελλήνων, παρατάχθηκε σε μια γραμμή απο την Αντίμηλο ως την Μονεμβασία. Χαρακτηριστικά έγραφε, ο αρχηγός του στόλου Αντρέας Μιαούλης στους προκρίτους της Ύδρας: "Ημείς είμεθα σε μεγάλη ακαταστασία... το ίδιο και οι Ψαριανοί. Είμεθα 50 καράβια και ποτές δεν εσυμφωνήσαμε να μαζωχτούμε τα μισά.  Άλλοτε 10, άλλοτε 5, άλλοτε 3". Ο Μιαούλης έδωσε διαταγή να εγκλωβίσει ο ελληνικός στόλος τον τουρκικό στον Αργολικό κόλπο.

Όμως στις 8 Σεπτεμβρίου 1822, οι Σπετσιώτες πλοίαρχοι Ι. Τσούρπας, Α. Κριεζής, Δ. Λάμπρου και Ι. Κούτσης επιτέθηκαν στα τουρκικά πλοία στις Σπέτσες. Η ναυμαχία ήταν τόσο σφοδρή που έκανε την Ύδρα να σείεται και να νομίζουν ότι οι Σπέτσες καίγονται. Ο άξιος Σπετσιώτης πυρπολητής Κοσμάς Μπαρμπάτσης κατόρθωσε να φτάσει στο κέντρο του τουρκικού σχηματισμού και να βάλει φωτιά στη ναυαρχίδα του τουρκικού στόλου. Το πλοίο βούλιαξε στο λιμάνι και ο τουρκικός στόλος έφυγε άπρακτος, χωρίς να κατορθώσει να σπάσει την πολιορκία του Ναυπλίου από τους Έλληνες, που το πήραν τελικά μετά από δυόμιση μήνες.  
Οι Σπέτσες και η Ύδρα είναι δύο από τις οκτώ ευρωπαϊκές πόλεις που μετέχουν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ιστορικών Αναπαραστάσεων. Οι άλλες πόλεις είναι: Βρυξέλλες (Βέλγιο), Δουβλίνο και Κόρκ (Ιρλανδία), Μπαϊλεν (Ισπανία), Σλάφκωφ (Τσεχία), Τσιούκσμπερι (Βρετανία).

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Κωνστανίνος Κούμας και οι Έλληνες μέσα από το έργο του.

Ο σπουδαίος Έλληνας διαφωτιστής, ιστορικός και επιστήμονας - ερευνητής, Κωνσταντίνος Κούμας, γεννήθηκε το 1777 στη Λάρισα και πέθανε το 1836 στην Τεργέστη. Γόνος εύπορης οικογένειας γουναράδων, μαθήτευσε κοντά στον σοφό διδάσκαλο του Τυρνάβου, Ιωάννη Πέζαρο και στο γιατρό και μαθηματικό Σπυρίδωνα Ασάνη στα Αμπελάκια. Η διδακτική του σταδιοδρομία άρχισε το 1798 στο Ελληνικό Σχολείο της Λάρισας και συνεχίσθηκε στο σχολείο της Τσαριτσάνης και στα Αμπελάκια. Το 1804, έπειτα από πρόσκληση του Άνθιμου Γαζή, μεταβαίνει στη Βιέννη, όπου σε ένα κλίμα κοσμοπολιτικό και με την ελληνική παροικία να αριθμεί 4,000 Έλληνες, εργάζεται και εκδίδει το συγγραφικό του έργο. Το 1809 αποφασίζει να μεταβεί στη Σμύρνη, στο κέντρο του Ελληνισμού, και σε συνεργασία με τον λόγιο Κωνσταντίνο Οικονόμου, διδάσκει στη Δημόσια Σχολή Σμύρνης, η οποία τον Σεπτέμβριο του 1810 μετονομάζεται σε Φιλολογικό Γυμνάσιο. Ο Κούμας ήταν θιασώτης και συνεργάτης του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος του συμπαραστάθηκε στην υπόθεση της εξεύρεσης των οικονομικών πόρων για τη συνέχιση της λειτουργίας της Σχολής της Σμύρνης. Ο Κούμας έκανε εράνους μεταξύ των ομογενών για να στηρίξουν την παιδεία του Γένους. Η φήμη του ήταν τόσο μεγάλη που ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλος Ζ' τον κάλεσε να διευθύνει τη Μεγάλη του Γένους Σχολή. Το 1817 επιστρέφει στη Βιέννη για να εκδώσει τα συγγράματά του προς χρήση των μαθητών του στη Σμύρνη. Το 1819 ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας και Καλών Τεχνών του πανεπιστημίου της Λειψίας και αντεπιστέλλον μέλος των Ακαδημιών του Μονάχου και του Βερολίνου. Η έκρηξη της ελληνικής Επανάστασης τον βρίσκει στη Βιέννη, όπου και συλλαμβάνεται για τη συμμετοχή του στη Φιλική Εταιρεία και δημεύεται η περιουσία του. Κατορθώνει πάντως να εκδόσει στα 1830 - 1832 το βασικό του πολύτομο έργο: Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων ως το 1831. Τελικός του προορισμός είναι η Τεργέστη, όπου το 1835 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του εκεί Ελληνικού Σχολείου. Παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις για να διδάξει στην Ελλάδα, λόγω της εύθραστης υγείας του, παρέμεινε στην Τεργέστη, όπου και απεβίωσε το 1836. 






Ο Κωνσταντίνος Κούμας διαμόρφωσε το ρεύμα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού με το πολυσχιδές έργο του. Η ελληνική γλώσσα λειτουργούσε στον βαλκανικό και υπό οθωμανική κυριαρχία χώρο, ως οχηματική γλώσσα (langue vehiculaire), ως γλώσσα του εμπορίου, ως lingua franca και ως γλώσσα της παιδείας, ιδίως σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, δηλαδή τη Μολδαβία και τη Βλαχία. Η ελληνική γλώσσα επέδρασε σε ένα ευρύτατο γεωγραφικό χώρο και συμπεριέλαβε στους κόλπους της Ελληνες και εξελληνισμένους λογίους. Υπήρχαν φυσικά πυρήνες παιδείας στις ελληνικές παροικίες της Κεντρικής Ευρώπης, της Νότιας Ρωσίας (Οδησσός) και της Δυτικής Ευρώπης (Βενετία, Βιέννη, Παρίσι κ.ά.) 




Στην Επαναστατική περίοδο του 1821 - 1830, αλλά και πριν από αυτήν, το διαφωτιστικό ρεύμα ολοκληρώνει την καμπύλη του. Αυτή η φάση είναι η πιο δυναμική καθώς συμπλέκεται με την ιδεολογική προετοιμασία του Αγώνα. Ο στόχος είναι ο φωτισμός του Γένους που θα οδηγήσει στην εθνική αφύπνιση και απελευθέρωση. Το κολοσσιαίο έργο του Αδαμάντιου Κοραή αποτελεί μαρτυρία για τη διασύνδεση της παιδείας με την πολιτική ελευθερία και την εθνική παλιγγενεσία. 

Ο Κ. Κούμας στον δωδέκατο τόμο του έργου του Ιστορίαι των Ανθρωπίνων Πράξεων, αναλύει τα ιστορικά γεγονότα και κάνει κριτικές παρατηρήσεις για το κοινωνικό και πολιτικό σύστημα της εποχής του. Αναφέρει χαρακτηριστικά για την πολιτική οργάνωση της Μολδοβλαχίας, ότι ο κυβερνήτης ονομάζεται Βοϊβόδας ή Οσποδάρος ή Αυθέντης ή Ηγεμόνας. Οι κάτοικοι της περιοχής διαιρούνται σε δύο κλάσεις: "σε δεσπότας και ανδράποδα. Μέσον δεν εμφιλοχωρεί.  Οι δεσπόται κατοικούσι τας πρωτευούσας πόλεις Βουκουρέστιον και Ιάσιον. Τα ανδράποδα καλλιεργούσι τας καρποφορωτάτους χώρας, των οποίων δεν έχουσιν άλλο κέρδος, ειμή μαμαλίγκας δια τροφήν των, και ράκη δια να σκεπάζωσι την γύμνωσίν των και ελεεινάς καλύβας ή τρύπας, όπου ενδιαιτώνται ως Τρωγλοδύται, ενώ οι δεσπόται των ζώσι με Σαρδαναπαλικήν τρυφήν και Ασιανήν πολυτέλεια. Από τας αρχάς της ιη' εκατονταετηρίδος αφωσιώθησαν αι επαρχίαι αύται εις τους Φαναριώτας της Κωνσταντινουπόλεως. Οι νεοχειροτόνητοι ηγεμόνες ελάμβαναν μίαν εξ αυτών από τον Σουλτάνον ως βραβείον του Διερμηνευτικού επαγγέλματός των. Καθείς παρελάμβανε μεθ' εαυτού στίφος συγγενών και φίλων εις την υπουργίαν του, και όλαι ομού συνδεμένοι με τους ισχυρότερους των εντοπίων αρχόντων κατέτρωγαν τους υπηκόους των. Αι συχναί αλλαγαί των αυθεντιών επερίσσευαν το κακόν. Έν μόνον καλόν απελάμβαναν αι μητροπόλεις Βουκουρέστιον και Ιάσιον, ότι Έλληνες όντες οι ηγεμόνες ηνάγκαζαν και τους εντοπίους να ομιλώσι την ελληνικήν γλώσσαν και να τη σπουδάζωσι, και διετήρουν πάντοτε Ελληνικά σχολεία με διδασκάλους, εκ των οποίων τινές ωφέλησαν εκείθεν όλον το Ελληνικόν γένος", (Κ. Κούμας, Ιστορίαι..., τ. 12 σελ. 523).
 


Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου 2014

Οι "Μαγεμένες" ή Las "Incantadas" της Θεσσαλονίκης πρέπει να επιστραφούν στον τόπο τους.



ΜΗΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ  ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ  ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΟΙ "ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ", "LAS INCANTADAS" ΤΑ ΓΛΥΠΤΑ ΠΟΥ ΕΚΛΑΠΗΣΑΝ ΑΠΟ ΤΟΝ MILLER ΑΛΑ ELGIN ΚΑΙ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΛΟΥΒΡΟ;


Θ
έμα ειδικού βάρους είναι τα περιβόητα γλυπτά που άλλοτε κοσμούσαν την Αρχαία Αγορά της πόλης και σήμερα κοσμούν το Λούβρο. Ονομάζονται  LAS INCANTADAS:  ΟΙ ΜΑΓΕΜΕΝΕΣ , θα προσθέταμε και Πετρωμένες Ψυχές των Θεσσαλονικέων!

Είδωλα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί, οι Μαγεμένες ή  las Incantadas, σύμφωνα με το καστιλιάνικο ιδίωμα των Σεφαραδιτών Εβραίων της Θεσσαλονίκης, αποτελούσαν ως τα μέσα του 19ου αιώνα το κατεξοχήν μνημειακό σύμβολο της πόλης των Θεσσαλονικέων. Μαζί με τόσες αρχαιότητες αλλά και τόσες παραδόσεις που χάθηκαν από την άλλοτε πολυπολιτισμική Θεσσαλονίκη των χριστιανών, των μουσουλμάνων και των εβραίων, ήρθε να προστεθεί στα 1864 και η βίαιη απομάκρυνση των υπέροχων αγαλμάτων από τον Γάλλο παλαιογράφο Emmanuel Miller, τον νέο Ελγιν, όπως τον αποκάλεσε ο ιστορικός ερευνητής Απόστολος Βακαλόπουλος.

Σήμερα που έχουμε ανάγκη να στραφούμε στον πολιτισμό μας για να ανακτήσουμε την αυτοπεποίθησή μας, διαπιστώνουμε ότι τα πιο όμορφα κομμάτια της πολιτιστικής μας κληρονομιάς έγιναν βορά αρπακτικών – όπως ακριβώς εικονίζει και η φιγούρα του αγάλματος του Γανυμήδη, τον οποίο αρπάζει με τα νύχια του ο Αετός/ Δίας – και κοσμούν σήμερα το μουσείο του Λούβρου. 



Το χρονικό της αρπαγής των Καρυάτιδων της Θεσσαλονίκης είναι πράγματι συγκλονιστικό: ο Miller γράφει σε επιστολή στη γυναίκα του στο Παρίσι ότι ο μεγάλος βεζύρης Φουάτ πασάς του ανακοίνωσε με τηλεγράφημα ότι ο σουλτάνος του επιτρέπει να αφαιρέσει και να πάρει μαζί του στο Παρίσι τις οκτώ μορφές των Incantadas της Θεσσαλονίκης που τόσο πολύ τις επιθυμούσε. Γράφει ακόμη: « ο εβραϊκός και ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης θα εκμανεί όταν μάθει ότι θα του πάρουν αυτά  τα αγάλματα. Θα θυμάστε τη γελοία ιστορία του περασμένου χρόνου με εκείνο τον θεό Πάνα. Θα πρέπει ο πασάς να στείλει στρατιωτική δύναμη, γιατί όσο και αν είμαστε εχέμυθοι, το νέο θα διαδοθεί πολύ γρήγορα. Τώρα που η τουρκική κυβέρνηση έχει δώσει το λόγο της, δεν θα ξαναρχόταν πάλι το ζήτημα αυτό και θα είναι ανάγκη να το τελειώσουν».  Πράγματι ο αναβρασμός στην πόλη από τους κατοίκους της υπήρξε μεγάλος ενώ και οι ξένοι πρόξενοι –εκτός φυσικά του Γάλλου- τηλεγραφούσαν στην Κωνσταντινούπολη για να αποτρέψουν την αρπαγή των αγαλμάτων. Ο Miller προκειμένου να ευχαριστήσει τον αυτοκράτορά του, Ναπολέοντα Γ΄, αποφασίζει να ξεσηκώσει όλο το μνημείο. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «θα δω αν υπάρχει τρόπος να πριονίσω το θριγκό, επάνω στον οποίο τοποθετούν τα αγάλματα και ο οποίος αποτελείται από φοβερούς όγκους. Αφού όμως έκανα τόσες θυσίες θα προχωρήσω ως τα άκρα... Υπάρχει στη Θεσσαλονίκη ένα μεγάλο θριαμβικό τόξο του Κωνσταντίνου (εννοεί του την Αψίδα του Γαλερίου,την Καμάρα! ) με περίεργα ανάγλυφα. Όλος ο κόσμος φαντάζεται ότι θα αρπάξω και αυτό το θριαμβικό τόξο. Ο πασάς είναι πράγματι θαυμάσιος για την αφοσίωση που μου δείχνει.  Δεν έχω παρά να του πω μια λέξη και αμέσως μου στέλνει βοιδάμαξες»! Στα τέλη του 1864, Νοέμβριο και Δεκέμβριο, το μνημείο είχε αποσυντεθεί και τα αγάλματα μαζί και με άλλα μέλη (κορινθιακά κιονόκρανα και μέρη του επιστυλίου) φορτώθηκαν στο πλοίο Truette, με το οποίο ταξίδεψαν για τη Γαλλία. 


Το μνημείο των Μαγεμένων βρισκόταν στη στοά των Ειδώλων και ήταν τμήμα του περιστυλίου  που περιέκλειε κάποιο σημαντικό μνημείο του αυτοκρατορικού συγκροτήματος της Ρωμαϊκής Αγοράς. Το αυτοκρατορικό συγκρότημα της Αγοράς αρχίζει να κατασκευάζεται γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ.  και συσχετίζεται με την αγάπη του αυτοκράτορα Αδριανού και των διαδόχων του προς τα επιτεύγματα του ελληνικού πνεύματος. Στην εποχή των δύο πρώτων μεταχριστιανικών αιώνων, δηλαδή της Pax Romana, το μεγαλόπρεπο αυτό συγκρότημα εντάχθηκε σε ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα, το οποίο ολοκληρώθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 3ου αι.  Τα κτίσματα της Αγοράς και το μνημείο των Ειδώλων χρονολογούνται την εποχή των τελευταίων Αντωνίνων και των Σεβήρων. Μάλιστα η δεκαετία 220-230μ.Χ. θεωρείται η πιο πιθανή περίοδος ολοκλήρωσης του έργου.  Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου Άρη Παπάζογλου, το μνημείο των Ειδώλων ή Μαγεμένων ήταν τμήμα ένος από τα σημαντικότερα δημόσια κτήρια της ρωμαϊκής Θεσσαλονίκης, ίσως του Capitolium  ή ενός ναού. Είναι πολύ πιθανό ότι αποτελούσε την κεντρική είσοδο από τα ανατολικά του περιβόλου του ιερού των Καβείρων (ο Κάβειρος ήταν πολιούχος της Θεσσαλονίκης) και των θεοποιημένων αυτοκρατόρων (αυτοκρατορική λατρεία) και η κατασκευή του περαιώθηκε την εποχή του Αλέξανδρου Σεβήρου. 



Σύμφωνα με τον καθηγητή Α. Μέντζο, «καθώς η κιονοστοιχία των Μαγεμένων  έχει δύο ισότιμες όψεις, ταιριάζει πολύ καλά να αποτελούσε ένα διάφραγμα, ένα πολυτελές και ευδιάκριτο χώρισμα, ανάμεσα στην παλαίστρα και σε μια εξέδρα, σχετιζόμενη με την αυτοκρατορική λατρεία, στο νότιο τμήμα του συγκροτήματος». Την εποχή που ο Miller πραγματοποίησε το ληστρικό του έργο, το μνημείο βρισκόταν στην εβραϊκή συνοικία Rogos, στην αυλή του σπιτιού ενός πλούσιου Εβραίου υφασματέμπορα,  για τον οποίο λεγόταν ότι κατά καιρούς έσπαζε κομμάτια από τα μάρμαρα και τα πουλούσε σε ταξιδιώτες.


 Οι Μαγεμένες μορφές έχουν μεταξύ τους δεσμό μυθολογικού περιεχομένου: Τέσσερα από τα οκτώ πρόσωπα, ο Διόνυσος, η Μαινάδα, η Αριάδνη και η Αύρα ανήκουν στον διονυσιακό μυθολογικό κύκλο. Η Λήδα, ο Γανυμήδης και ο Διόσκουρος ανήκουν στο μυθολογικό κύκλο του Δία. Αυτοί οι δύο θεοί του Ολύμπου έχουν σχέση με τους Καβείρους, από τους οποίους ο μεν μεγαλύτερος θεός λεγόταν Ζευς, ο δε νεότερος Διόνυσος. Τα μυστήρια των Καβείρων ήταν δημοφιλή κατά την ελληνιστική εποχή και στη Θεσσαλονίκη η λατρεία τους θεωρείται συνέχεια της διονυσιακής λατρείας. 





Τρίτη 2 Σεπτεμβρίου 2014

Γιαννούλης Χαλεπάς, 1851-1938 (Giannoulis Halepas 1851-1938), ο Έλληνας ...Vincent Van Gogh.


Ο Γιαννούλης Χαλεπάς αποτελεί μια ιδαίτερη μορφή στο χώρο της νεοελληνικής γλυπτικής τέχνης. Γεννημένος στις 24 Αυγούστου του 1851 στο χωριό Πύργος της Τήνου, στο γραφικό κυκλαδίτικο χωριό που ανέδειξε γενιές αρχιμαστόρων, μαρμαράδων, γλυπτών και καλλιτεχνών, που είναι και η γενέτειρα του σπουδαίου ζωγράφου Νικηφόρου Λύτρα, ο Γιαννούλης Χαλεπάς αναδείχθηκε σε μέγιστο αριστοτέχνη της σμίλης. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας Δημ. Ζ. Σοφιανός, η Τήνος στα προεπαναστατικά χρόνια και στις αρχές του 19ου αιώνα ήταν μια μικρογραφία της Αναγεννησιακής Φλωρεντίας. Το πνεύμα της γλυπτικής και γενικότερα της καλλιτεχνικής παράδοσης τροφοδοτούσε και διατηρούσε ακμαία τη φλέβα εκείνη, από τα σπλάγχνα της οποίας ξεπήδησε η μεγάλη σειρά των Τηνίων καλλιτεχνών που τίμησαν το ελληνικό όνομα στο διεθνή χώρο, και των οποίων τα έργα κοσμούν τις καλλιτεχνικές συλλογές και πινακοθήκες ανά τον κόσμο. Ο Πύργος και η ευρύτερη περιφέρεια Πανόρμου της Τήνου, εκεί όπου λειτουργεί και τριετούς φοίτησης Καλλιτεχνική Σχολή με δαπάνες του Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, ανέδειξε γενιές καλλιτεχνών, όπως τους Φιλιππότηδες, Φυτάληδες, Βιτάληδες, Βιδάληδες, Μαλακατέδες, Σώχους, Λυρίτηδες, Ρηγαίους, Καπαριάδες, Κολλάρους, Περράκηδες, Βουλγαραίους και πολλούς άλλους επώνυμους κι ανώνυμους γλύπτες. Στον Πύργο της Τήνου η κατεργασία του μαρμάρου και η σμίλευσή του γίνεται και για τις καθημερινές, βιοτικές ανάγκες, όπως αποδεικνύει η στάση λεωφορείου που κατασκευάστηκε από μάρμαρο και αποτελεί λαμπρό κόσμημα της περιοχής.  






Ο πατέρας του Γ. Χαλεπά ήταν κι αυτός μαρμαράς και μάλιστα από τους πολύ καλούς τεχνίτες. Διατηρούσε δύο μαρμαρογλυφεία, ένα στον Πύργο της Τήνου κι άλλο στην Αθήνα, συνεταιρικά με δύο εξαδέλφους του, επίσης γλύπτες, τον Μάρκο και τον Δημήτρη Λαμπαδίτη. Από τα αξιολογότερα έργα του είναι το κουβούκλιο της Μονής της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιο Όρος, μνημεία ταφικά του Α' Νεκροταφείου Αθηνών και του Νεκροταφείου Βουκουρεστίου, καθώς και τέμπλα, άμβωνες, θρόνοι επισκοπικοί σε ναούς στη Μ.Ασία, στη Βηρυτό, την Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη.  Ο μικρός Γιάννης γεννιέται και ανατρέφεται σε αυτό το καλλιτεχνικό περιβάλλον. Αφού τελείωσε το Σχολαρχείο στη Σύρο πηγαίνει στην Αθήνα με την οικογένειά του το 1869 και εκεί, στο Πολυτεχνείο Αθηνών, στη Σχολή Καλών Τεχνών σπουδάζει γλυπτική με καθηγητή τον γνωστό γλύπτη Λεωνίδα Δρόση. Αποφοίτησε με πολλές διακρίσεις και έφυγε, στα 1873, με υποτροφία του Ιερού Ιδρύματος της Ευαγγελιστρίας της Τήνου, για τη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου. Τήνιοι ήταν και οι δύο άλλοι λαμπροί εκπρόσωποι της "Σχολής του Μονάχου" στη ζωγραφική, ο Νικόλαος Γύζης και ο Νικηφόρος Λύτρας. Στο Μόναχο ο Χαλεπάς βραβεύεται στους διαγωνισμούς "Το παραμύθι της Πεντάμορφης", "ο Σάτυρος παίζων με τον Έρωτα", στους οποίους επρώτευσε και πήρε το χρυσό μετάλλιο.



Η υποτροφία του διακόπηκε το 1876 και ο Γ. Χαλεπάς επιστρέφει στην Αθήνα, όπου επί δύο χρόνια δημιουργεί ξεχωριστά έργα. Ανάμεσά τους η πασίγνωστη "Κοιμωμένη" το μαρμάρινο γλυπτό που απεικονίζει την πρόωρα χαμένη Σοφία Αφεντάκη, από την Κίμωλο, στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών. Ο καλλιτέχνης απέδωσε το νεανικό σφρίγος της κοπέλας και την ηρεμία της ψυχής της. 
Ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου είχε γράψει για το έργο αυτό στο "Ελεύθερο Βήμα" (18/1/1934) : "Ο Έλλην που έκαμε αυτόν τον θείον ύπνον, είναι μια δόξα".




Επηρεασμένος από τον ρομαντισμό και τον νεοκλασικισμό της εποχής του, καθώς και από το κλίμα της Σχολής του Μονάχου, ο Χαλεπάς δημιουργεί έργα ακαδημαϊκά, αριστοτεχνικά, άψογα στις λεπτομέρειές τους. Ο "Σάτυρος και Έρως" είναι έργο φιλοτεχνημένο στα 1875-1877  και βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Πρόκειται για σύνθεση πολυαξονική, περίοπτη, γεμάτη συστροφές και χιασμούς. Το αβρό πλάσιμο της σάρκας, η γνώση της ανατομίας και η απόδοση της ψυχοσύνθεσης των προσώπων, μαρτυρούν το ταλέντο του καλλιτέχνη. 




Μετά το 1878 αρχίζουν να εμφανίζονται στον μεγάλο καλλιτέχνη τα πρώτα συμπτώματα της παράνοιας. Ο Γ. Χαλεπάς, λόγω του ευαίσθητου ψυχισμού του, της εκλεπτυσμένης καλλιτεχνικής του φύσης και της παράξενης συμπεριφοράς της μητέρας του, η οποία του κατέστρεφε(!) τα έργα επειδή τα θεωρούσε αιτία για τη ψυχική διαταραχή του γιού της, αρρώστησε ψυχολογικά και επί σαράντα ολόκληρα χρόνια απείχε από την κανονική ζωή και την καλλιτεχνική δημιουργία. Νοσηλεύτηκε μάλιστα για πολλά χρόνια στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας, μαζί με έναν άλλον καλλιτέχνη και συντοπίτη του, τον Ζαχαρία Γ. Φιλιππότη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χαλεπάς είχε μια εμμονή με το έργο του "Η Μήδεια σκοτώνει τα παιδιά της" και φαντάζομαι όχι τυχαία, αφού ένιωθε την καταπίεση και την παράλογη συμπεριφορά της μητέρας του στο πετσί του. Ο Γ. Χαλεπάς κράτησε τη λογική και τη νιότη του βαθιά μέσα του και τις εκδήλωσε όταν πέθανε η μητέρα του, το 1916. Από τότε και ως το θάνατό του, τον Σεπτέμβριο του 1938 δημιουργεί αδιάκοπα αριστουργηματικά έργα, ελεύθερα από συμβάσεις και ακαδημαϊσμούς. 
Είναι η ένδοξη περίοδος της νεκρανάστασής του. 


Όλο αυτό το διάστημα ζει στο σπίτι του στον Πύργο Τήνου, όπου ακατάπαυτα δημιουργεί. Όπως έγραψε η Λιλή Ζωγράφου, με αφορμή την αναδρομική έκθεση γλυπτών και σχεδίων του Χαλεπά στη gallery Νέες Μορφές το 1968, "ο Χαλεπάς είναι ένας φαουστικός που κυβέρνησε τη μοίρα του σαν γίγαντας και μετακόμισε τη νιότη του στα βαθιά του γεράματα. Απόδειξη το ανεπανάληπτο έργο του" (περ. "Επίκαιρα", 18 Οκτ. 1968, αρ. 11).

Ο καθηγητής του Μετσοβείου Πολυτεχνείου Θωμάς Θωμόπουλος έμαθε για την όψιμη δραστηριότητα του καλλιτέχνη και τον επισκέφθηκε στον Πύργο. Το ταξίδι αυτό στάθηκε αφορμή για να γίνει η πρώτη έκθεση των έργων του Χαλεπά στην Αθήνα, στο μέγαρο της Ακαδημίας, το 1925. Η Ακαδημία Αθηνών απένειμε το Αριστείο Γλυπτικής στον Τήνιο γλύπτη στις 25 Μαρτίου του 1927, ενώ ο Χαλεπάς βρισκόταν στο νησί του. Μεγάλη ήταν η προσφορά της "Αδελφότητος των Τηνίων εν Αθήναις" στον Χαλεπά. Ανάμεσα στα άλλα, τον Ιούνιο του 1927 η Αδελφότητα τον επισκέφθηκε και του επέδωσε το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών που του είχε απονείμει η Ακαδημία Αθηνών. Ο Χαλεπάς ευτύχησε να έχει καλούς συγγενείς, τις ανηψιές του, Ειρήνη και Ευτυχία Χαλεπά και Πηνελόπη Γαϊτη, οι οποίες τον φρόντισαν όταν ό ίδιος είχε πια περάσει τα εβδομήντα. Τα τελευταία χρόνια οχτώ χρόνια της ζωής του (1930-1938) τα πέρασε στην Αθήνα, στις ανηψιές του, στην οδό Δαφνομήλη 35, κάτω από τον Λυκαβηττό.