Κυριακή 19 Μαΐου 2019

Θάλαττα Θάλαττα η Ποντική...!





19 Μαϊου 1919 – 19 Μαϊου 2019

100 χρόνια από την Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού…
Αιώνες από τη διάδοση του Ευαγγελίου από τον Πρωτόκλητο Απόστολο Ανδρέα και την ίδρυση της Επισκοπής του Βυζαντίου…
Χιλιάδες χρόνια από τον αποικισμό του Πόντου από Έλληνες της Ιωνίας, γης Ελληνίδας…

Επέλεξα να τιμήσω τη σημερινή ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας των 353.000 Ελλήνων Ποντίων θυμάτων από το καθεστώς των Νεοτούρκων και του Μουσταφά Κεμάλ με μια αναφορά στη μακραίωνη παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο και συγκεκριμένα μέσα από το σημαντικό έργο του Ξενοφώντος "Κύρου Ανάβασις". 

Ξενοφών ο Αθηναίος (430 – 354π.Χ.) είναι ο σπουδαίος ιστορικός συγγραφέας και φιλόσοφος της Αρχαιότητας, θαυμαστής του λακωνικού τρόπου ζωής και στρατηγός στην «Κάθοδο των Μυρίων Ελλήνων» από την ενδοχώρα της Μικράς Ασίας στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας. 

Το 401 π.Χ. με πρόσκληση του φίλου του Πρόξενου ο Ξενοφώντας βρίσκεται στην Περσία. Εκεί αποφασίζει να λάβει μέρος, συμμετέχοντας σε ένα ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, στην εκστρατεία του Κύρου του Νεότερου κατά του αδελφού του Αρταξέρξη του Β'. Στα Κούναξα της Βαβυλώνας οι Έλληνες νίκησαν τους αντιπάλους τους Πέρσες αλλά ο Κύρος σκοτώθηκε. Οι Μύριοι (10.000), όπως ονομάστηκε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα.

Ύστερα από πολλές ταλαιπωρίες σε άγνωστα και εχθρικά μέρη και αφού στο μεταξύ ο Ξενοφών είχε εκλεγεί ένας από τους πέντε στρατηγούς, κατόρθωσαν να φτάσουν στην ελληνική Τραπεζούντα και ύστερα στο Βυζάντιο. Φτάνοντας στον Εύξεινο Πόντο αναφώνησαν το ιστορικό «Θάλαττα, θάλαττα». Όλη αυτή την πορεία από την ενδοχώρα προς τη θάλασσα, δηλαδή την «Κάθοδο των Μυρίων» εξιστόρησε o Ξενοφών στο σημαντικό έργο του «Κύρου Ανάβασις».

Οι Έλληνες δεν επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο που πήγαν με τον Κύρο, αλλά βάδισαν μέσα από τη Μεσοποταμία, τη Μηδία, την Αρμενία προς τα νότια παράλια του Εύξεινου Πόντου, για να πάνε από εκεί στη Θράκη. Οι Πέρσες, που δεν τολμούσαν να τους επιτεθούν, προσποιήθηκαν στην αρχή ότι είναι πρόθυμοι να διευκολύνουν την επιστροφή τους, μέχρι που προσείλκυσαν με απάτη τον Κλέαρχο και όλους σχεδόν τους ανώτερους αξιωματικούς στο στρατόπεδό τους και τους θανάτωσαν.

Ο Ξενοφών, που εκλέχθηκε στρατηγός, κατόρθωσε με εξαιρετική υπομονή και με τακτική κατάλληλα προσαρμοσμένη στις διάφορες περιστάσεις να οδηγήσει τους Έλληνες μέσα σε τέσσερις μήνες, στην Τραπεζούντα, υπό δριμύ ψύχος, ανάμεσα σε εχθρικούς λαούς, μέσα σε αδιάκοπες προδοσίες των εκπροσώπων της περσικής κυβερνήσεως, χωρίς γεωγραφικό χάρτη, χωρίς μηχανικούς για την κατασκευή γεφυρών, χωρίς κανένα βοήθημα από αυτά που έχουν οι νεότεροι στρατοί.

Αξίζει να σημειωθεί και το βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα από το οποίο εμπνέονταν τα ελληνικά αυτά στρατεύματα. Το αίσθημα αυτό που εκδηλωνόταν με ευλάβεια από τον Ξενοφώντα, υπήρξε ένα από τα κυριότερα στηρίγματα του στρατού στις μεγάλες δοκιμασίες που πέρασε. Γιατί από την Τραπεζούντα έφτασε στη Θράκη, μέσω της Βιθυνίας, σε άλλους τέσσερις μήνες. Σε όλη αυτή τη δωδεκάμηνη πορεία από τα παράλια της Μικράς Ασίας στα Κούναξα, από τα Κούναξα στην Τραπεζούντα και από την Τραπεζούντα στη Θράκη, ο στρατός έχασε τη μισή από την αρχική του δύναμη.



Στο βιβλίο 4 (4.7.15 – 4.7.27) ο Ξενοφώντας περιγράφει πως πορεύθηκαν διαμέσου της χώρας των Χαλύβων επτά σταθμούς και πενήντα παρασάγγες. Οι Χάλυβες ήταν οι πιο άλκιμοι άνδρες, από όσους γνώρισαν και πολέμησαν. Αυτοί έμεναν στα πολίσματα και όταν περνούσαν οι Έλληνες τους ακολουθούσαν πάντα για να τους πολεμήσουν. Παραφύλαγαν σε οχυρά μέρη μαζί με τα επιτήδεια, έτσι ώστε από εκείνη τη χώρα οι Έλληνες δεν μπορούσαν να πάρουν τίποτα, αλλά διατρέφονταν με τα κτήνη που είχαν αρπάξει από τη χώρα των Ταόχων.

Από εκεί οι Έλληνες έφτασαν στον Άρπασο ποταμό που είχε εύρος τέσσερα πλέθρα. Στη συνέχεια προχώρησαν μέσα από τη χώρα των Σκυθηνών τέσσερις σταθμούς και είκοσι παρασάγγες διαμέσου πεδιάδας και έφτασαν σε κώμες, όπου έμειναν τρεις μέρες και επισιτίστηκαν. Συνέχισαν τέσσερις σταθμούς, προχώρησαν είκοσι παρασάγγες και έφτασαν σε πόλη μεγάλη, ευδαίμονα και πολυάνθρωπη που ονομαζόταν Γυμνιάς. (Ίσως είναι το σημερινό Μπαϊπούρτ του Πόντου).


Από εκεί ο άρχοντας έστειλε στους Έλληνες οδηγό για να τους περάσει μέσα από εχθρική του χώρα.  Την πέμπτη μέρα έφτασαν στο βουνό που ονομαζόταν Θήχης (Είναι μάλλον το βουνό Καρά Καπάν της Σάντας). Όσοι στρατιώτες της εμπροσθοφυλακής έφτασαν πρώτοι στο βουνό είδαν τη θάλασσα και άρχισαν να φωνάζουν δυνατά. Άκουσε τις κραυγές ο Ξενοφών και η οπισθοφυλακή και νόμισαν πως δέχονται επίθεση από εχθρούς.

Καθώς η βοή εξακολουθούσε μεγαλύτερη και πλησιέστερη και οι στρατιώτες έτρεχαν προς αυτούς που φώναζαν και η βοή γινόταν ακόμα πιο έντονη, νόμισε ο Ξενοφών πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Ανέβηκε στο άλογό του και έτρεξε σε βοήθεια, μαζί με τον Λύκιο και τους ιππείς. Σε λίγο ακούνε τους στρατιώτες να φωνάζουν «Θάλαττα! Θάλαττα!» και αυτή η λέξη να πηγαίνει από στόμα σε στόμα. Έτρεξαν τότε όλοι, μαζί και η οπισθοφυλακή και έσερναν γρήγορα τα υποζύγια και τα άλογα.

Όταν όλοι έφτασαν «επί το άκρον» (στην κορυφή) τότε με δάκρυα στα μάτια αγκάλιαζαν αλλήλους και τους στρατηγούς και τους λοχαγούς. Και ξαφνικά, με την παρότρυνση κάποιου, οι στρατιώτες άρχισαν να φέρνουν λίθους και κάνουν έναν μεγάλο κολωνό. Πάνω σε αυτόν ανατέθηκαν ακατέργαστα δέρματα βοδιών και πολλή λεία από τους αιχμαλώτους. Συγχρόνως, κομμάτιαζαν τις ασπίδες…

Ύστερα από τον Θήχη πήραν δρόμο οι Μύριοι κατά τη χώρα των Μακρώνων, τη σημερινή Ματσούκα, την οποίαν χωρίζουν απ' την χώρα των Σκυθηνών το οροπέδιο Μετσίτ και ο ποταμός Πυξίτης από τις πηγές του ως τις εκβολές του…