Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Πολιτιστικό DNA των Ελλήνων! Ευβοϊκός ή Κυνηγός του Δίωνος Χρυσοστόμου (1ος αι.μ.Χ)



Ίδιο και απαράλλαχτο στους αιώνες παραμένει το πολιτιστικό DNA των Ελλήνων. Οι συνήθειες, η νοοτροπία, το ήθος του απλού κόσμου που κατοικεί στην ύπαιθρο και η δημαγωγία των πολιτικών του άστεως είναι κοινά στοιχεία των Ελλήνων από την αρχαιότητα. Εξετάζοντας περιστατικά του 1ου αιώνα μ.Χ. που μας διασώζει με τους Λόγους του ο ιστορικός και φιλόσοφος Δίων Προυσαεύς Χρυσόστομος διαπιστώνουμε πόσο ίδια είναι η συμπεριφορά του Έλληνος εδώ και 2000 χρόνια. Η αληθινή  αυτή ιστορία έχει τίτλο «Ευβοϊκός» ή «Κυνηγέτης» και εκτυλίσσεται στην Εύβοια τον πρώτο αιώνα, την εποχή που κυριαρχούσαν διοικητικά οι Ρωμαίοι (imperium romanum), υπήρχαν όμως ακόμη οι τοπικές συνελεύσεις και τα θέατρα στα οποία γίνονταν οι συγκεντρώσεις του Δήμου.



Ο συγγραφέας Δίων έπειτα από ένα ταξίδι στην Κεντρική Ελλάδα βρίσκεται ναυαγός με το καράβι του γκρεμοτσακισμένο στα Κοίλα της Εύβοιας, δηλαδή στην απόκρημνη περιοχή μεταξύ των ακρωτηρίων Καφηρέα και Γεραιστού. Ενώ οι υπόλοιποι συνταξιδευτές προσεγγίζουν τους ντόπιους πορφυρείς, δηλαδή τους επεξεργαστές του κοχυλιού – πορφύρα, ο Δίων περιπλανάται παρά θίν΄αλός, ώσπου συναντά έναν κυνηγό (άνδρα κυνηγέτη). Ο κάτοικος των ορέων κάλεσε τον ναυαγό στο σπίτι του για να τον φιλοξενήσει και να τον περιποιηθεί ώστε να ανακτήσει τον οργανισμό του από την κακοπάθεια. Η φιλοξενία του Έλληνα είναι ένα μεγαλειώδες στοιχείο του χαρακτήρα του.



Ο άγραυλος – κυνηγός διηγείται στον συγγραφέα την ιστορία της εγκατοίκησης των απόμερων χωρίων της Εύβοιας από την οικογένειά του.   Ανέκαθεν, λοιπόν, ζούσαν εκεί οι πρόγονοί του γιατί ήταν «ελεύθεροι μεν, πένητες δε, μισθού βουκόλοι βούς νέμοντες ανδρός μακαρίου εκ της νήσου, πολλής αγέλης και ίππων και βοών κεκτημένου, πολλάς δε ποίμνας». Ο πλούσιος αυτός αφέντης έπεσε θύμα δολοφονίας από την κεντρική εξουσία και η περιουσία του δημεύθηκε! Οι δήμιοι του αφού πούλησαν όλο το βιος του, κατέστρεψαν και τους βουκόλους που είχε στην υπηρεσία του. Η ζηλοφθονία είναι ψυχικό νόσημα και το χειρότερο ελάττωμα του Έλληνα.

Οι ελάχιστοι κάτοικοι της περιοχής αποφάσισαν να μείνουν εκεί κάνοντας πρόχειρες ξύλινες καλύβες και ζώντας με λίγες καλλιέργειες και πολύ κυνήγι. Ωραιότατη είναι η περιγραφή του τοπίου της Ν.Α. απρόσιτης Εύβοιας που κάνει ο πρωταγωνιστής μας: «Το χωρίον εστί απόρρυτον εκατέρωθεν, φάραγξ βαθεία και σύσκιος και διαμέσου ποταμός ου τραχύς αλλά ως ράστος εμβήναι και βουσί και μόσχοις…».  Ευκολοδιάβατος ποταμός που δροσίζει τα ζωντανά ενώ το μέρος δεν πλημμυρίζει. Δρυμοί και λειμώνες με ψηλά δένδρα και με βοτάνη ευθαλή κάνουν το τοπίο ομορφότερο. Οι δύο οικογένειες που μένουν εκεί είναι αυτάρκεις. Δεν χρειάζεται να πάνε ούτε στην κώμη ούτε στην πόλη. Το κυνήγι είναι εύκολο κατά τον χειμώνα μάλιστα, οπότε η χιών παρέχει πάνυ τηλαυγή  τα ίχνη των θηραμάτων…



Αναγκάστηκε όμως ο κυνηγός μας να κατέβει και στο άστυ μια – δυό φορές.  Τον εκέλευσαν (διέταξαν) να ακολουθήσει τον απεσταλμένο της τοπικής συνέλευσης για να απολογηθεί στην Εκκλησία του Δήμου για το γεγονός ότι κατέχει γη και δεν πληρώνει φόρο. Του ζήτησαν αργύριον το οποίο, όπως ήταν φυσικό στην πρωτόγονη ζωή που έκαναν, δεν είχε. Ο ίδιος μας διηγείται την εντύπωση από την πολιτεία: «Εώρων (είδα) πολλάς και μεγάλας οικίας, τείχος έξωθεν κρατερό, οικήματα τινά υψηλά και τετράγωνα (πύργους) και πλοία ορμούντα (αγκυροβολημένα) ώς εν λίμνη (εν τω λιμένι) κατά πολλήν ησυχία». Επίσης είδε όχλο πολύ μαζεμένο σε ένα σημείο να κάνει θόρυβο αμήχανο και κραυγή. Έτσι ώστε του φάνηκε ότι όλοι μάχονταν με όλους! Τον οδήγησαν μαζί με τους άρχοντες της πόλης στο θέατρο, που ήταν και τόπος Συνέλευσης του Δήμου. Η οχλοκρατία συνεχίστηκε και στο θέατρο. Ο όχλος εβόων άλλοτε πράως και ιλαρώς, άλλοτε σφόδρα και οργίλως. Κι αν κάποιος δεν τους άρεζε …ανέκραγον (τον κράζανε)! 

Στο θέατρο άρχισαν οι κατηγορίες των πολιτικών – δημαγωγών. Πρώτος πήρε το λόγο ένας φανατικός και συμφεροντολόγος. Κατηγόρησε τον χωρικό ότι καρπώνεται δημόσια γη, ότι έχει μεγάλη περιουσία και ότι δεν ανέλαβε ποτέ του λειτουργία(!) δηλαδή χρηματοδότηση δημόσιου αγώνα, αν και έχει πολλά αγαθά. Απείλησε μάλιστα ότι θα τον απάγει σε λαϊκό δικαστήριο επί ποινή θανάτου. Ακόμη τον διέβαλε ισχυριζόμενος ότι εκμεταλλεύεται τα ναυάγια του Κάβο ντ’ όρο και κλέβει τους άτυχους ναυαγούς. Ο λόγος του επηρέασε το πλήθος που εν τω μεταξύ …ηγριούτο.

Στη συνέχεια πήρε το λόγο ένας άλλος ρήτορας, επιεικής και σώφρων. Αυτός επαίνεσε τον άνθρωπο της υπαίθρου λέγοντας πως είναι προς το συμφέρον όλων να καλλιεργούν τη χέρσα γη άνθρωποι που προσφέρουν και μηδέν αδικούν. Άξια γίνεται η χώρα και συγχρόνως ηδύ όραμα όταν είναι οικουμένη και ενεργός. Η δε έρημος χώρα σφόδρα ελεεινή και δυστυχής. Δύο των μεγίστων κακών είναι η Πενία και η Αργία. Ο επιεικής προτείνει να είναι ατελείς οι καλλιεργητές για δέκα χρόνια. Σε περίπτωση που ξένος άνθρωπος γίνει γεωργός να είναι ατελής για πέντε χρόνια. Μετά την παρέλευση αυτών των ετών, οι ξένοι καλλιεργητές να είναι φόρου υποτελείς στο διπλάσιο από ό,τι οι πολίτες(!)

«Πώς είναι δυνατόν οι ταλαίπωροι ιδιώτες των αγρών να τραβάν τα πάνδεινα ενώ στο άστυ οι επιτήδειοι να έχουν μετατρέψει το Γυμνάσιο σε άρουρα (χωράφι), έτσι ώστε οι ανδριάντες του Ηρακλή, θεών και ηρώων, να μη φαίνονται από το θέρος (τα σπαρτά) και τα πρόβατα τούτου του φανατικού να κατανέμονται (βόσκουν) στο Βουλευτήριον και στα Αρχεία; Έτσι και οι ξένοι που επισκέπτονται την πόλη μας την καταγελούν και την οικτίρουν» εκφωνεί ο σωστός ρήτορας.

Στην απολογία του ο Κυνηγός υπερασπίστηκε την λιτή και αυτάρκη ζωή των αγραύλων και πρότεινε να τους δώσει τα παραγόμενα προϊόντα τους (δέρματα, κρέατα, παστά, πυρά, κριθάρια και κεχρί). Αυτά φάνηκαν τόσο περίεργα στους πονηρούς που ήθελαν αργύριον ώστε αγανάκτησαν μαζί του χαρακτηρίζοντάς τον τελείως αγροίκον(!) Ο φανατικός τον κατηγόρησε  ότι θάβει τα λεπτά και εκείνος απάντησε ότι τίποτε δεν φυτρώνει από αυτά: «Ανάσκαψον , ώ μώρε, τις δε κατορύττει αργύριον; Ου γαρ δη φύεται γε».  Και με αυτή του φράση «πάντες εγέλων, εκείνου μοι δοκεί καταγελάσαντες».

Ο κυνηγός συνεχίζει: «Εμείς ευχαρίστως σας τα χαρίζουμε όλα… Και αν τα πάντα θέλετε εμείς έτερα θα αποκτήσουμε.  Μη προσπαθήσετε όμως με τη βία να μας τα αρπάξετε λες και είμαστε ξένοι ή εχθροί. Γιατί και πολίτες είμαστε αυτής της χώρας, όπως μου έλεγε και ο πατέρας μου. Και ανατρέφουμε τους παίδας ως δικούς σας συμπολίτες. Και αν ποτέ βρεθείτε στην ανάγκη και χρειαστείτε βοήθεια από επίθεση ληστών ή ξένων εχθρών εμείς θα σας συντρέξουμε. Τώρα ειρήνη είναι. Αν όμως έρθει τέτοιος καιρός χαλεπός, να εύχεσθε τους πολλούς να φανούν όμοιοι με εμάς»(!)

Η ευσέβεια του απλού ανθρώπου είναι μεγαλειώδης. Ο χωρικός δεν εκμεταλλεύεται τα ναυάγια. Δεν κάνει τέτοια ιεροσυλία. Προσπαθεί να σώσει όσους μπορεί και όταν το κύμα ξεβράζει πράγματα δεν τα καπηλεύεται αλλά τα αφιερώνει στην ιερή δρυ του Δία δίπλα στη θάλασσα… Ντύνει τους ναυαγούς που φιλοξενεί στο σπίτι του με τον χιτώνα και τα ιμάτια των παιδιών του αφήνοντας αυτά με ένα ράκος στους ώμους.  Υπάρχουν μάρτυρες για αυτή τη δράση του ανώνυμου ήρωα της καθημερινότητας, οι οποίοι είχαν ναυαγήσει στην περιοχή του και τώρα στην κρίσιμη στιγμή βρίσκονται στη Συνέλευση, όπου και τον υποστηρίζουν…


Οι αρχαίοι Έλληνες είναι όπως και εμείς. Παντρεύουν τα παιδιά τους και αστειεύονται με λεπτή ειρωνεία. Η κόρη και το μειράκιον των δύο απομονωμένων οικογενειών πρόκειται να σμίξουν «εις υπανδρείαν και  άμφω ηρυθριασάτην (κοκκίνισαν τα μάγουλά τους)… Ενταύθα δε εγέλασαν αμφότεροι, ου μόνον ο της κόρης πατήρ, αλλά και ο του νεανίσκου....» 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου